ἰόζωνος

ἰόζωνος
ἰόζωνος
with purple girdle
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιόζωνος — ἰόζωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου 2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, πορφυρό ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • ἰοζώνου — ἰόζωνος with purple girdle masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ιόκολπος — ἰόκολπος, ον (Α) ἰόζωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + κόλπος «μπούστο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”